μυθωδικός — μυθωδικός, ή, όν (Μ) [μυθώδης] αυτός που ασχολείται με τα μυθώδη πράγματα ή αυτός που είναι σχετικός με τα μυθώδη πράγματα … Dictionary of Greek
μυθωδικῆς — μυθωδικός connected with mythology fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)